στίχω — Α βλ. στείχω … Dictionary of Greek
στίχω — στείχω walk aor subj act 1st sg στίχος row masc nom/voc/acc dual στίχος row masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίχῳ — στίχος row masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίχωι — στίχῳ , στίχος row masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστιχώ — άω, Α στέκομαι ολόγυρα κατά σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στιχῶ (< θ. στιχ τού στείχω), πρβλ. ομο στιχώ] … Dictionary of Greek
ολιγομετρία — ὀλιγομετρία, ἡ (Α) 1. το ολιγάριθμο, η ολιγότητα 2. (στην προσωδία) μικρός αριθμός μετρικών ποδών («κακίαν ἔπους εἶναι, καθὰ καὶ τὴν ὀλιγομετρίαν, ἣ θεωρεῑται ἐν στίχῳ ἐξ ὀλίγων μερών λόγου συγκειμένῳ», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο… … Dictionary of Greek
ομοστιχώ — ὁμοστιχῶ, άω (Α) βαδίζω μαζί με κάποιον, συμπορεύομαι, συμβαδίζω στην ίδια σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + στιχῶμαι (< θ. στιχ τού στείχω), πρβλ. περι στιχώ] … Dictionary of Greek
στείχω — και εσφ. γρφ. στίχω Α 1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω ή έρχομαι (α. «τοὶ μὲν γὰρ ποτὲ πύργους πανδαμὶ πανομιλὶ στείχουσιν», Αισχύλ. β. «εἴ τινά που μετ ὄεσσι λάβοι στείχοντα θύραζε», Ομ. Οδ.) 2. φεύγω, απέρχομαι («στείχωμεν ὡς κώλοισιν ἀμφίβληστρ… … Dictionary of Greek
ԿՏԵՄ — (եցի.) NBH 1 1131 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 10c ն. στίζω, στίγω, στίχω pungo, signo. Կէտ կէտ կամ կուտ կուտ առնել. սպի կամ բիծ տպաւորել. ցտել. ... Ուստի ԿՏԵԱԼ. στικτός punctatus, impressus. *Գիր կտեալ մի՛ առնիցէք ʼի մարմինս ձեր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)